- ερωτιάρης, -α, -ικο
- αυτός που του αρέσει να ερωτεύεται, ερωτύλος, αλλ. κορτάκιας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ερωτιάρης — α, ικο και ερωτιάρικος, η, ο ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης, κοκαλ ιάρης, ψωρ ιάρης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αγαπησιάρης, -α, -ικο — και αγαπιάρης, α, ικο,1. ο ερωτιάρης: Ήταν γνωστός αγαπησιάρης, γι αυτό εκείνη δεν του δωσε σημασία. 2. ο αξιαγάπητος, ο συμπαθητικός: Aυτή η γάτα είναι πολύ αγαπησιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαχπίνης — και τσακπίνης, α, ικο, Ν 1. πονηρός, κατεργάρης 2. σκερτσόζος, ναζιάρης και ερωτιάρης 3. καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capkin] … Dictionary of Greek